- σταπελία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ασκληπιαδίδες, τής τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 90 ώς 100 είδη άφυλλων, σχεδόν ξηροφυτικών, παχυφύτων τα οποία είναι ιθαγενή τής τροπικής και νότιας Αφρικής.
Dictionary of Greek. 2013.